Λιβύη ή Λίβυσσα

Λιβύη ή Λίβυσσα
Προσωνυμία της θεάς Δήμητρας στο Άργος, που μαρτυρά τους δεσμούς της πόλης με φυλές που ήρθαν από τον εξωελλαδικό χώρο. Η Δήμητρα Λ. αποτελούσε υπόδειγμα αυστηρότητας ηθών και στοργικής συζύγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λίβυς — Λίβυς, υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, ίδος (Α) [Λιβύη] 1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη 2. ως επίθ. λιβυκός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”